- λαχανισμός
- λαχανισμός, ὁ (Α) [λαχανίζω]1. το κόψιμο και μάζεμα λαχάνων («ἐπὶ λαχανισμὸν καὶ φρυγάνων ξυλλογὴν ἐξελθόντες», Θουκ.)2. (για ίππο) η βρώση χόρτων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαχανισμοῦ — λαχανισμός cutting masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαχανισμόν — λαχανισμός cutting masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαχανεία — λαχανεία, ἡ (Α) [λαχανεύω] 1. καλλιέργεια λαχάνων 2. λαχανισμός, το να μαζεύει, να κόβει κανείς λάχανα … Dictionary of Greek